-
1 Apart from
prep.Without: P. and V. χωρίς (gen.), ἄνευ (gen.), V. δίχα (gen.), νόσφι (gen.) (rare), ἄτερ (gen.), ἄτερθεν (gen.).Outside the scope of: P. and V. ἔξω (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Apart from
-
2 Without
prep.Outside: P. and V. ἔξω (gen.), ἐκτός (gen.), V. ἔξωθεν (gen.). ἐκποδών (gen.) (also Xen. but rare P.).Apart from: P. and V. ἄνευ (gen.), χωρίς (gen.), V. δίχα (gen.), νόσφι(ν) (gen.) (Æsch., Supp. 239, but rare), ἄτερ (gen.), ἄτερθεν (gen.); see also free from.With a clause. Going hence without persuading the city: P. ἀπιόντες ἐνθένδε... μὴ πείσανπες τὴν πόλιν (Plat., Crito 49E).We shall not be able to get Oropus without allowing the Lacedaemonians to subdue the Peloponnese: P. μὴ Λακεδαιμονίους ἐῶντες τὴν Πελοπόννησον καταστρέψασθαι οὐχ οἷοί τε ἐσόμεθα Ὠρωπὸν λαβεῖν (Dem. 206).It is possible to humble the Thebans without making the Lacedaemonians powerful: P. ἔστι Θηβαίους ταπεινοὺς ποιεῖν ἄνευ τοῦ Λακεδαιμονίους ἰσχυροὺς καθιστάναι (Dem. 208).——————adv.P. and V. ἔξω, ἐκτός, ἐκποδών, V. ἔκτοθεν.From without: P. and V. ἔξωθεν, V. θύραθεν, ἔκτοθεν.Those without: P. and V. οἱ ἔξω, οἱ ἔξωθεν, V. οἱ θύραθεν.Do without be lacking in, v.: P. and V. δεῖσθαι (gen.).Dismiss: P. and V. χαίρειν ἐᾶν (acc.).Let go: P. and V. ἐᾶν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Without
См. также в других словарях:
νόσφι — και, πριν από φωνήεν, νόσφιν (Α) επίρρ. (ποιητ. τ.) (συν. στον Ομ. και στον Αισχύλ.) 1. (ως τοπ.) μακριά, απομακρυσμένα 2. (ως τροπ.) κατ ιδίαν, παράμερα, κρυφά 3. (σχετικά με πρόσ., αντικείμενα, καταστάσεις ή και ψυχική διάθεση) μακριά από… … Dictionary of Greek
νόσφι — indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόσφ' — νόσφι , νόσφι indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόσφιν — νόσφι indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απονόσφι — ἀπονόσφι(ν) (τοπ. επίρρ.) (Α) μακριά από, χωριστά («φίλων ἀπονόσφι όλέσθαι, Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + επίρρ. νόσφι «μακριά, χωρίς»] … Dictionary of Greek
νοσφίδιος — νοσφίδιος, ία, ον (Α) 1. απομακρυσμένος, μακρινός 2. κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + κατάλ. ίδιος (πρβλ. οπισθίδιος: όπισθεν)] … Dictionary of Greek
νοσφίζομαι — (Α νοσφίζομαι και σπάν. νοσφίζω) [νόσφι] ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι παράνομα, σφετερίζομαι αρχ. 1. κλέβω, αρπάζω («σφ ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται», Ευρ.) 2. αποστερώ 3. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ («παῑδά τ ἐμὴν νοσφισσαμένη, θάλαμόν τε πόσιν… … Dictionary of Greek
νοσφιδόν — (Μ) επίρρ. κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. αναφαν δόν, σχε δόν)] … Dictionary of Greek
ουρανόφι(ν) — οὐρανόφι(ν) (Α) επίρρ. στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + επιρρμ. κατάλ. φι (πρβλ. νόσφι, πάμφι)] … Dictionary of Greek
υπονόσφιος — ον, Α κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νόσφιος (< επίρρ. νόσφι «μακριά, κρυφά»)] … Dictionary of Greek